Βιβάλντι, Αντόνιο — (Antonio Vivaldi, Βενετία 1675 – Βιέννη 1741). Ιταλός συνθέτης. Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του, που ήταν βιολιστής, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Τζοβάνι Λεγκρέντσι. Κατά καιρούς κατέλαβε πολλές μουσικές… … Dictionary of Greek
Αλμπινόνι, Τομάζο — (Tomaso Albinoni, Βενετία 1671 – 1750). Βιολιστής και συνθέτης. Η ενόργανη μουσική δωματίου που συνέθεσε –σονάτες και κονσέρτα για περισσότερα όργανα– προετοιμάζει το ύφος της σονάτας, που αργότερα υπήρξε χαρακτηριστικό του Βιβάλντι και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
μαντολίνο — Μουσικό όργανο με νυσσόμενες χορδές. Ανήκει στην οικογένεια των λαούτου και προήλθε τον 18o αι. από τη μαντόλα (παραλλαγή του λαούτου σε χρήση τον 16o και τον 17o αι., διαδεδομένη κυρίως στην Ισπανία), τα χαρακτηριστικά της οποίας και διατηρεί σε … Dictionary of Greek
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… … Dictionary of Greek
φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… … Dictionary of Greek
φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… … Dictionary of Greek
όμποε — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλό καλάμι σαν της πίπιζας, εφαρμοσμένο σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας· σε αυτόν προσαρμόζουν τα κλειδιά. Η ονομασία προέρχεται από τα γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό … Dictionary of Greek